βασιλική

βασιλική
βασιλική η
1) базилика – прямоугольная постройка, состоящая обычно из трех продольных частей (нефов), ориентированных с запада на восток и разделенных колоннами или столбами. Сформировалась еще в архитектуре Древнего Рима, а затем получила широкое распространение в раннехристианскую эпоху как основной тип культовых сооружений. На востоке трансформировалась в крестово-купольный храм;
2) христианский храм прямоугольной формы:

η βασιλική του Αγ. Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη — базилика Св. Димитрия в Салониках

Этим.
дргр. Термин относится к фразе βασίλειον στοάν «царский портик», где άρχων βασιλεύς «архонт афинской демократии» издавал законы

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βασιλική" в других словарях:

  • βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλική — Sp Vasilikė Ap Βασιλική/Vasiliki L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • βασιλική — η τύπος χριστιανικού ναού: Στη Θεσσαλονίκη, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου είναι το αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα βασιλικής με πέντε κλίτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασιλικῇ — βασιλικός royal fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλική — βασιλικός royal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… …   Dictionary of Greek

  • Άνω Βασιλική — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 177 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χάλκειας …   Dictionary of Greek

  • Ηλιοπούλου, Βασιλική — (1948 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε κινηματογράφο στη σχολή Σταυράκου. Γύρισε ταινίες μικρού μήκους και σειρές ντοκιμαντέρ της κρατικής τηλεόρασης. Οι ταινίες της Το πέρασμα (1989) και Με μια κραυγή (1995) διακρίνονται από λιτότητα και ευαισθησία …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Βασιλική — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 261 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στη βόρεια ακτή του Πατραϊκού κόλπου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χαλκείας …   Dictionary of Greek

  • Καπετίδες — Βασιλική δυναστεία της Γαλλίας. Η απευθείας κληρονομική γραμμή διαδοχής της βασίλευσε αρχικά από το 888 έως το 987, εναλλασσόμενη με τους τελευταίους Καρολίγγειους, και έπειτα αδιάκοπα από το 987 έως το 1328. Ιδρυτής της δυναστείας ήταν ο… …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργου, οίκος του- — Βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Έλαβε την ονομασία της από τον πύργο Λίτσελμπουργκ, ο οποίος βρισκόταν στο δουκάτο της Λορένης. Ο πρώτος που έλαβε το όνομα αυτό ήταν ο Ζίγκφριντ, το 963, πρώτος κόμης του Λουξεμβούργου. Η γραμμή αρρενογονίας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»